διοικήσει

διοικήσει
διοίκησις
housekeeping
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
διοικήσεϊ , διοίκησις
housekeeping
fem dat sg (epic)
διοίκησις
housekeeping
fem dat sg (attic ionic)
διοικέω
keep house
aor subj act 3rd sg (epic)
διοικέω
keep house
fut ind mid 2nd sg
διοικέω
keep house
fut ind act 3rd sg
διοικέω
keep house
aor subj act 3rd sg (epic)
διοικέω
keep house
fut ind mid 2nd sg
διοικέω
keep house
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Περτίναξ, Πόπλιος Όλβιος — (Λιγουρία, 1η Αυγούστου 126 – Pώμη, 31 Δεκεμβρίου 192). Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 193 μ.Χ., γιος ενός απελεύθερου ξυλέμπορου. Αφού δίδαξε σε ένα σχολείο, κατατάχθηκε στον στρατό, διοικώντας μονάδες στη Συρία και… …   Dictionary of Greek

  • Херсонес Таврический — (Χερσόνησος ά ποτί τάν Ταυρικάν). История. Χ. в позднейшем (не раньше III в. по Р. Хр.) словоупотреблении Херсон (Χέρσων, откуда Корсунь) основан был Гераклеей Понтийской, черноморской колонией Мегары. К какому времени относится это основание,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ЛИКУРГ —    • Lycurgus,          Λυκου̃ργος,        1. сын Дрианта, см. Dionysus, Дионис, 3;        2. сын Алея и Неэры, брат Кефея и Авги, отец Анкея, Епоха, Амфидаманта и Яса, аркадского царя. Он убил Ареифоя (см. Ареифой). Нот, Il. 7, 142;        3.… …   Реальный словарь классических древностей

  • Σίμων — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ιππιατρικός. Αθηναίος που έζησε στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. και είχε γράψει Περί ιππικής. Οι γνώμες του πάνω σ’ αυτό το θέμα θεωρούνταν μεγάλου κύρους, και ο Ξενοφών έχει επαινέσει την παρατηρητικότητα του …   Dictionary of Greek

  • προσεχής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτεχής, Α [προσέχω] (σχετικά με τον χρόνο) ο αμέσως επόμενος (α. «το προσεχές έτος», β. «την προσεχή εβδομάδα» γ. «κατά την προσεχή σύνοδο») μσν. αρχ. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά σε κάποιον, κοντινός (α. «προσεχεῑς τῷ… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Θωμάς — I Ένας από τους δώδεκα Απόστολους. Ονομαζόταν και Δίδυμος. Καταγόταν πιθανότατα από τη Γαλιλαία, όπως και όλοι οι μαθητές του Ιησού. Στους αποστολικούς καταλόγους των Ευαγγελίων, ο Θ. αποτελεί ζεύγος με τον Ματθαίο, ενώ στις Πράξεις των Αποστόλων …   Dictionary of Greek

  • Κλάδης, Παύλος — (18ος αι.). Ζακύνθιος ευγενής. Επικεφαλής στρατεύματος 2.000 συμπατριωτών του κατάφερε να καταλάβει τον Πύργο της Ηλείας και να διοικήσει για μικρό χρονικό διάστημα την περιοχή με βάση το ενετικό σύστημα διοίκησης. Η ενέργεια αυτή έγινε σε… …   Dictionary of Greek

  • Ξόδιλος, Αθανάσιος — (Βυτίνα 1780 – Γαλάτσι, Βλαχία μετά το 1846). Φιλικός και απομνημονευματογράφος του Αγώνα. Εγκαταστημένος τουλάχιστον από το 1814 στη Βεσσαραβία, ο Ξ. μαρτυρείται εκεί όχι μόνο ως πετυχημένος έμπορος αλλά και ως βιβλιόφιλος και μέλος της «Εν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”